- ὀρνεακός
- ὀρνεακός, von Vögeln, den Vögeln eigen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ορνεακός — ὀρνεακός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρνεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + κατάλ. ακός (πρβλ. ιχθυ ακός)] … Dictionary of Greek
ὀρνεακαῖς — ὀρνεακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek